φερέπτολις

φερέπτολις
-όλιος, ὁ, ἡ, Α
βλ. φερέπολις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φερέπολις — και φερέπτολις, ιος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό πολις / πτολις, φυγό πολις / πτολις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”